- περιαγορευτής
- περιᾰγορ-ευτής, οῦ, ὁ, = foreg., Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιαγορευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγορευτής — ὁ, Α περιαγόραιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγορά] … Dictionary of Greek